δημαρχεύω

δημαρχεύω
1. εκτελώ καθήκοντα δημάρχου, αναπληρώνω τον δήμαρχο («δημαρχεύει ο πρόεδρος τού δημοτικού συμβουλίου»)
2. δημαρχώ, είμαι δήμαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δημαρχεύω — βλ. πίν. 19 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δημαρχεύω — 1. είμαι δήμαρχος. 2. εκτελώ χρέη δημάρχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημαρχώ — δημάρχησα, δημαρχεύω: Δημαρχεί εδώ και τρία χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”